- ἐπιποντία
- ἐπιποντίᾱ , ἐπιποντίαGoddess of the Seafem nom/voc/acc dualἐπιποντίᾱ , ἐπιποντίαGoddess of the Seafem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιποντία — ἐπιποντία, ἡ (Α) (επίθ. τής Αφροδίτης) θεά τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ποντία, θηλ. του πόντιος (< πόντος) «θαλάσσιος»] … Dictionary of Greek